έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
κρυόμπλαστρο — το 1. κρύο έμπλαστρο 2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο] … Dictionary of Greek
μπλάστρι — το έμπλαστρο, κατάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. ἐμ πλάστρ ιον, υποκορ. τού ἔμ πλαστρον < αρχ. ἔμπλαστον < ἐμ πλάσσω (πρβλ. έμπλαστρο)] … Dictionary of Greek
προσκαταπλάσσω — ΜΑ βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»] … Dictionary of Greek
συνδρωπακίζω — Α αρπάζω κάτι ή κάποιον με τη βία, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δρωπακίζω «μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο, αποσπώ βίαια» (πρβλ. δρωπακιστής «αυτός που χρησιμοποιεί κέρινο έμπλαστρο για να αφαιρέσει τον χρυσό από επιχρυσωμένο άγαλμα»)] … Dictionary of Greek
άκεσις — Μυθολογική θεότητα. Καλός δαίμονας της ακολουθίας του Ασκληπιού, που συμβόλιζε τον άνθρωπο που βρίσκεται στην ανάρρωση. Λατρευόταν ως θεός στην Επίδαυρο. * * * ἄκεσις ( εως), η (Α) 1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90) 2. επιδιόρθωση 3. αλοιφή ή… … Dictionary of Greek
έμμοτος — ἔμμοτος, ον (AM) αυτός που γίνεται με μοτό*, ξαντό μαλλί αρχ. 1. (για πληγή) αυτός που θεραπεύεται με μοτό 2. το αρσ. ως ουσ. ό ἔμμοτος αλοιφή ή έμπλαστρο … Dictionary of Greek
αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… … Dictionary of Greek
ανακόλλημα — το (Α ἀνακόλλημα) [ἀνακολλῶ] αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι … Dictionary of Greek